Schil στα ελληνικά

Μετάφραση: schil, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρύβω, γδέρνω, κέλυφος, φλοιός, δέρμα, προβιά, φλούδα, κρύβομαι, έλυτρο, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
Schil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • schikken στα ελληνικά - κανονίζω, εξυπηρετώ, λέω, κοστούμι, βολεύω, ξεχωρίζω, διηγούμαι, ...
  • schikking στα ελληνικά - διευθέτηση, τακτοποίηση, ετοιμασία, σύστημα, διακανονισμός, ρύθμιση, συμφωνία, ...
  • schild στα ελληνικά - κέλυφος, ασπίδα, περίβλημα, οβίδα, καβούκι, καύκαλο, προστατεύσει, ...
  • schilder στα ελληνικά - βαφέας, ζωγράφος, ζωγράφου, ζωγράφο
Τυχαίες λέξεις
Schil στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρύβω, γδέρνω, κέλυφος, φλοιός, δέρμα, προβιά, φλούδα, κρύβομαι, έλυτρο, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας