Λέξη: μνηστήρας
Σχετικές λέξεις: μνηστήρας
μνηστήρας πηνελόπης
Συνώνυμα: μνηστήρας
αρραβωνιαστικός, μνηστή
Μεταφράσεις: μνηστήρας
μνηστήρας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suitor, betrothed, fiance, fiancé, contender
μνηστήρας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretendiente, desposada, prometida, desposado, prometido, betrothed
μνηστήρας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freier, verlobt, verlobte, Verlobten, Verlobter, versprochen
μνηστήρας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solliciteur, ameublement, prétendant, soupirant, demandeur, fiancée, fiancé, fiancés, promise, fiançailles
μνηστήρας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promessa sposa, fidanzata, fidanzati, fidanzato, promessa
μνηστήρας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desposada, prometida, nubentes, noiva, noivos
μνηστήρας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verloofd, verloofde, verloofden, ondertrouwd, betrothed
μνηστήρας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истец, ухажер, поклонник, проситель, обручена, помолвлена, обрученная, обручен, помолвлен
μνηστήρας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frier, trolovet, forlovet, trolovede, er trolovet, forlovede
μνηστήρας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trolovad, förlovad, trolovade, trolovades, fästmö
μνηστήρας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kihlattu, kihloissa, betrothed, kihlatun, kihlannut
μνηστήρας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trolovet, forlovet, forlovede, trolovede, fæstet
μνηστήρας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ctitel, žalobce, žadatel, zasnoubený, zasnoubená, zasnoubena, zasnoubil, zasnouben
μνηστήρας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
petent, zalotnik, amant, konkurent, zaręczona, zaręczeni, zaręczony, poślubiona, poślubionej
μνηστήρας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eljegyezték, eljegyzett, jegyese, eljegyezve, a jegyese
μνηστήρας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nişanlı, nişanlıydı, nişanladı, nişanlandı, nişanlanmasını
μνηστήρας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шанувальник, поклонник, залицяльник, прохач, заручена, обручена, заручено, вона заручена, заручена з
μνηστήρας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fejuar, e fejuar, fejuar me, fejuar ka, e fejuar ka
μνηστήρας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сгодена, сгодени, сгодил, годена, сгоден
μνηστήρας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заручаная, заручана, заручана з, заручаная і
μνηστήρας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kosilane, kihlatu, kihlatud, kihlatule
μνηστήρας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
molilac, tužitelj, parničar, prosilac, zaručena, zaručnica, zaručio, premda je zaručena, zaručih
μνηστήρας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
biðill, föstnuð, Kynferðisleg, heitit, festi
μνηστήρας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susižadėjusi, sužadėjo, sužadėtinių, sužadėtą, sužaduotuvių
μνηστήρας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saderinātā, saderināta, saderinājās, saderinājies, saderinātais
μνηστήρας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вереница, верена, свршена
μνηστήρας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
logodită, logodit, logodiți, logodnica, logoditi
μνηστήρας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaročena, zaročen, zaručena
μνηστήρας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nápadník, zasnúbený, zasnubeny
Τυχαίες λέξεις