Smerig στα ελληνικά
Μετάφραση: smerig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρόμικος, ανέντιμος, λασπώδης, λερωμένος, ακάθαρτος, ιλυώδης, απαίσιος, λασπωμένος, βρώμικος, βρωμερός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- smelting στα ελληνικά - σύντηξη, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
- smeren στα ελληνικά - λιπαντικό, γράσο, χρίω, λιπαίνετε, λιπαίνει, λιπάνετε, λιπαίνουν, ...
- smet στα ελληνικά - αμαυρώνω, λερώνω, λεκιάζω, βούλα, ρυπαίνω, σπυρί, εντοπίζω, ...
- smetten στα ελληνικά - κηλίδα, λεκιάζω, λεκές, λεκέ, λεκέδων, χρώση
Τυχαίες λέξεις
Smerig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρόμικος, ανέντιμος, λασπώδης, λερωμένος, ακάθαρτος, ιλυώδης, απαίσιος, λασπωμένος, βρώμικος, βρωμερός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη
Μεταφράσεις: βρόμικος, ανέντιμος, λασπώδης, λερωμένος, ακάθαρτος, ιλυώδης, απαίσιος, λασπωμένος, βρώμικος, βρωμερός, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη