Λασπωμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: λασπωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vuil, smerig, troebel, modderig, modderige, modder, muddy, modder maakt
Λασπωμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λασπωμένος

λασπωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λασπωμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λαρυγγικός στα ολλανδικά - keelklank, guttural, gutturaal, gutturale, een keelklank
  • λασκάρω στα ολλανδικά - slap af, verslappen, speling af, slack, slappe
  • λασπωτήρας στα ολλανδικά - slijkbord, spatscherm, spatbord, mudguard, spatborden, het spatbord, voorspatbord
  • λασπώδης στα ολλανδικά - troebel, smerig, modderig, vuil, modderige, modder, muddy, ...
Τυχαίες λέξεις
Λασπωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vuil, smerig, troebel, modderig, modderige, modder, muddy, modder maakt