Λέξη: αφεντικό
Σχετικές λέξεις: αφεντικό
αυθεντικό συνώνυμα, αφεντικό ονειροκρίτης, αφεντικό στα αγγλικά, αφεντικό για σκότωμα, αφεντικό ετυμολογία, αφεντικό meaning, κακό αφεντικό
Συνώνυμα: αφεντικό
εξέχων όγκος, διευθυντής
Μεταφράσεις: αφεντικό
αφεντικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boss, master, owner, the boss
αφεντικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jefe, patrón, amo, dueño, caudillo, jefe de, el jefe, protuberancia
αφεντικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boss, chef, leiten, führend, Chef, Boss, Nabe
αφεντικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gouverner, directeur, régir, entrepreneur, patron, maître, gérant, bourgeois, dabe, principal, chef, diriger, régenter, boss, bossage, le patron
αφεντικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
padrone, capo, sporgenza, borchia, principale
αφεντικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patrão, saliência, senhor, chefe, dono, amo, principal, o chefe, chefe de
αφεντικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opperhoofd, gebieder, baas, hoofd, aanvoerder, patroon, chef, werkgever, boss, baas te
αφεντικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
орудовать, надсмотрщик, надзиратель, выступ, утолщение, бобышка, начальник, упор, босс, предприниматель, напортачить, прилив, управляющий, патрон, десятник, шеф, босса, хозяин, боссом
αφεντικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
boss, sjefen, sjef
αφεντικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chef, boss, chefen, basar, basa
αφεντικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyhmy, esimies, pomo, kuhmu, johtaja, päällikkö, boss
αφεντικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formand, chef, boss, chefen, fremspringet
αφεντικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mistr, pán, mistrovat, šéf, řídit, hlavní, zaměstnavatel, boss, šéfe, šéfem, šéfa
αφεντικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
występ, kierownik, zgrubienie, kierować, rządzić, wypuklina, szef, dominować, brosza, nadlew, pryncypał, piasta, szefostwo, gospodarz, szefem, boss, szefa, szefie
αφεντικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bányamester, kidomborodás, frankó, gombdísz, fejes, góré, munkaléc, tengelyvastagodás, pajzsdudor, pártvezér, tulaj, dudorodás, főnök, főnöke, fõnök, boss
αφεντικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patron, patronu, boss, patronum, patronun
αφεντικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хазяйнувати, промахнутися, шток, головний, промах, бос, босс, боса
αφεντικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bos, shef, bosi, shefi, shefit
αφεντικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шеф, шефа, шефът, бос, на шефа
αφεντικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бос
αφεντικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kamandama, mügar, boss, ülemus, ülemusega, ülemusele
αφεντικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šef, šefu, upravitelj, upravljati, gazda, šefa, šefe, boss
αφεντικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirmaður, stjóri, yfirmanninn, herra
αφεντικό στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
magister, dux
αφεντικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meistras, seniūnas, šeimininkas, viršininkas, bosas, boss
αφεντικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzņēmējs, boss, saimnieks, meistars, priekšnieks
αφεντικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шеф, газдата, шефот, шеф на, бос
αφεντικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
patron, șef, seful, sef, șeful, boss
αφεντικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delodajalec, šef, šéf, pán, boss, šefa, izboklina
αφεντικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pán, šéf, boss
Στατιστικά δημοτικότητας: αφεντικό
Τυχαίες λέξεις