Sneeuw στα ελληνικά

Μετάφραση: sneeuw, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χιονίζω, χιόνι, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
Sneeuw στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • snede στα ελληνικά - κοπή, κόψιμο, φέτα, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, ...
  • snedig στα ελληνικά - ζωηρός, σπιρτόζος, πνευματώδης, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
  • sneeuwen στα ελληνικά - χιόνι, χιονίζω, χιονιού, του χιονιού, να χιονίζει, χιονίσει
  • snel στα ελληνικά - γοργός, γρήγορος, γρήγορα, νηοπομπή, στόλος, γοργά, γρήγορη, ...
Τυχαίες λέξεις
Sneeuw στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χιονίζω, χιόνι, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού