Χιόνι στα ολλανδικά

Μετάφραση: χιόνι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sneeuwen, sneeuw, de sneeuw, snow
Χιόνι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χιόνι

χιόνι παρνασσός, χιόνι στην αθήνα, χιόνι πάνω στους κέδρους, χιόνι σε όνειρο, χιόνι ονειροκριτης, χιόνι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χιόνι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χιούμορ στα ολλανδικά - humor, humeur, gemoedsgesteldheid
  • χιτώνας στα ολλανδικά - jurk, japon, toga, tuniek, uniformjas, tunic, tunica, ...
  • χλευάζω στα ολλανδικά - spotten, bespotten, honen, grijnslachen, spotlachen, ginnegappen, schimpen, ...
  • χλευασμός στα ολλανδικά - spotlachen, spot, aanfluiting, ginnegappen, grijnslachen, beschimpen, schimp, ...
Τυχαίες λέξεις
Χιόνι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sneeuwen, sneeuw, de sneeuw, snow