Spannen στα ελληνικά

Μετάφραση: spannen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεζάρω, σφίγγω, τεντώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
Spannen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • span στα ελληνικά - σπιθαμή, ζεύω, ζευγάρι, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, ...
  • spang στα ελληνικά - σφίγγω, γάντζος, αγκιστρώνω, άγκιστρο, καρφίτσα, πόρπη, κούμπωμα, ...
  • spanning στα ελληνικά - τονίζω, ένταση, τόνος, στρες, άγχος, δυναμικό, τάση, ...
  • spar στα ελληνικά - έλατο, ελάτη, ελάτης, έλατα, έλατου
Τυχαίες λέξεις
Spannen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεζάρω, σφίγγω, τεντώνομαι, τεντώνω, εκτείνομαι, ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση