Staatsman στα ελληνικά

Μετάφραση: staatsman, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολιτικός, πολιτικός άνδρας, πολιτευτής, πολιτικού, πολιτικό
Staatsman στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • staatkundig στα ελληνικά - πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικά
  • staatsburger στα ελληνικά - αντικείμενο, θέμα, υπήκοος, υποκείμενο, πολίτης, εθνικός, πολίτη, ...
  • staatsvorm στα ελληνικά - πολίτευμα, δίαιτα, καθεστώς, κυβέρνηση, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος, ...
  • stabiel στα ελληνικά - αδιάκοπος, σταθερός, στάβλος, συνεχής, μόνιμος, σταθερή, σταθερό, ...
Τυχαίες λέξεις
Staatsman στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολιτικός, πολιτικός άνδρας, πολιτευτής, πολιτικού, πολιτικό