Λέξη: ορφανός

Σχετικές λέξεις: ορφανός

ορφανός δήμαρχος αλίμου, ορφανός ποτάμι, ορφανός αλιμος, ορφανός θάνος, ορφανός γιώργος, ορφανός γεώργιος, ορφανός στέλιος, ορφανός θεσσαλονίκη, ορφανός ηθοποιός, ορφανός στέλιος κκε, νίκος ορφανός

Μεταφράσεις: ορφανός

ορφανός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
orphan, an orphan, orphaned, orphans

ορφανός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huérfano, huérfana, huérfanos, orfandad, huérfanas

ορφανός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waisenkind, verwaist, waise, Waise, Waisenkind, Waisen, für seltene Leiden

ορφανός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orphelin, orpheline, orphelins, orphelines, orphelin au

ορφανός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orfano, orfani, orfana, orfane, orfano al

ορφανός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
órfão, órfã, órfãos, órfãs, orphan

ορφανός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weesjongen, ouderloos, wees, weeskind, verweesde, verweesd, orphan

ορφανός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сиротский, сирота, осиротелый, сиротой, сироты, сироту

ορφανός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foreldreløs, foreldreløse, farløse, orphan, frittstående

ορφανός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föräldralös, orphan, barn, anonyma, anonymt

ορφανός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orpo, harvinaislääkkeeksi, isännättömien, harvinaislääkkeen

ορφανός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forældreløse, sjældne sygdomme, til sjældne sygdomme, sjældne, til sjældne

ορφανός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sirotek, osiřelý, osiřelé, vzácná onemocnění, pro vzácná onemocnění, sirotkem

ορφανός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sierotka, sierocy, bękart, osierocić, sierota, sierotą, osierocony, sieroty

ορφανός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árva, ritka betegségek, gazdátlan, ritka betegség elleni, a ritka betegségek

ορφανός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öksüz, yetim, sahipsiz, kimsesiz, orphan

ορφανός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сирота, сирітський

ορφανός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jetim, jetimi, jetime, jetimë, jetimin

ορφανός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сирак, осиротяло, осиротели, сирак с

ορφανός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сірата, сіраціна

ορφανός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
orb, harva, harva kasutatavaks, harva kasutatavate, omanikuta

ορφανός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
siroče, sirotan, sirota, orphan

ορφανός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
munaðarlaus, munaðarleysinginn, munaðarleysingja, foreldralaus

ορφανός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pupillus

ορφανός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
našlaitis, našlaičių, nenustatytų autorių teisių kūriniu, našlaičio, našlaičiui

ορφανός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bārenis, nenosakāmu autortiesību, reti sastopamu slimību ārstēšanai, nenosakāmu autoru, reti sastopamu slimību

ορφανός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сираче, сирак, сирачиња, без родители

ορφανός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orfan, orfane, orfană, orfan în, orfan de

ορφανός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sirotek, sirota, orphan, sirote, osirotelo, sirot

ορφανός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sirote, sirota, sirôtka, sirotek, sirotou, siroty

Στατιστικά δημοτικότητας: ορφανός

Τυχαίες λέξεις