Stock στα ελληνικά

Μετάφραση: stock, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαζί, παρακρατώ, βάζω, αποθηκεύω, απόθεμα, στοκ, μετοχή, αποθέματος, αποθεμάτων
Stock στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stipt στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ακριβολόγος, στενός, ακριβής, σφιχτός, συνεπής, έγκαιρη, ...
  • stiptheid στα ελληνικά - ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβεια
  • stoel στα ελληνικά - καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
  • stoep στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, κατώφλι, πόρτα, την πόρτα, το κατώφλι
Τυχαίες λέξεις
Stock στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαζί, παρακρατώ, βάζω, αποθηκεύω, απόθεμα, στοκ, μετοχή, αποθέματος, αποθεμάτων