Stop στα ελληνικά
Μετάφραση: stop, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρίζα, βύσμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stoot στα ελληνικά - χτυπώ, βρόντος, γδούπος, σουξέ, βροντώ, κρότος, σπάζω, ...
- stootkussen στα ελληνικά - προφυλακτήρας, ασπίδα, μπλοκ, μαξιλάρι, pad, ταμπόν, επίθεμα
- stopmiddel στα ελληνικά - βύσμα, πρίζα, πώμα, πώματος, αναστολέα, πώμα από, αναστολέας
- stoppen στα ελληνικά - βουλώνω, τσόκαρο, γεμίζω, επισκευάζω, παύω, να σταματήσει, για να σταματήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Stop στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρίζα, βύσμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: πρίζα, βύσμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει