Streng στα ελληνικά
Μετάφραση: streng, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, σφιχτός, βλοσυρός, στενός, πρύμνη, νήμα, κλώνου, σκέλος, κλώνο, κλώνος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- strekking στα ελληνικά - σχεδιάζω, σχεδιασμός, προαίρεση, σημασία, πρόθεση, έννοια, ροπή, ...
- strelen στα ελληνικά - χτύπημα, χαϊδεύω, εγκεφαλικό, πετώ, χάδι, χάδια, τα χάδια, ...
- strengelen στα ελληνικά - κουρδίζω, αιολική, άνεμος, στεφανώ, τυλίγω, δίνω το σχήμα στέφανου
- strengheid στα ελληνικά - αυστηρότητα, σκληρότητα, δριμύτητα, σοβαρότητα, σοβαρότητας, βαρύτητα
Τυχαίες λέξεις
Streng στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, σφιχτός, βλοσυρός, στενός, πρύμνη, νήμα, κλώνου, σκέλος, κλώνο, κλώνος
Μεταφράσεις: αυστηρός, σφιχτός, βλοσυρός, στενός, πρύμνη, νήμα, κλώνου, σκέλος, κλώνο, κλώνος