Λέξη: χαλινάρι
Σχετικές λέξεις: χαλινάρι
χαλινάρι ετυμολογία
Συνώνυμα: χαλινάρι
χαλιναγώγηση, ακρόλιθος πεζοδρόμιου, κράσπεδο πεζοδρόμιου, ηνίο, χαλινός, υποχάλινος
Μεταφράσεις: χαλινάρι
χαλινάρι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bridle, rein, snaffle, curb, the bridle
χαλινάρι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enfrenar, brida, frenillo, freno, bridas, la brida
χαλινάρι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zügel, zaum, zaumzeug, Zaum, Zügel, Zaumzeug, Reit, Trense
χαλινάρι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frein, contrôler, bride, rêne, inspecter, bridage, la bride, mors
χαλινάρι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbrigliare, briglia, briglie, freno, la briglia, bridle
χαλινάρι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entrave, freio, rédea, brida, breio, bridle
χαλινάρι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedwingen, beteugelen, teugel, betomen, breidel, toom, tomen, hoofdstel, ruiterpaden
χαλινάρι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взнуздывать, вожжа, обуздывать, обуздать, взнуздать, поводок, бридель, отпустить, повод, уздечка, натянуть, узда, шоры, вожжи, уздечки, уздечку, узду
χαλινάρι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bissel, hodelag, hode, Galopp Trav Sprang
χαλινάρι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tygla, träns, tygel, betsel, ut tränset, tränset
χαλινάρι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suitset, raja, suitsi, rajoite, ohjastaa, pidäke, hillitä, bridle, suitsia, tuhahtaa
χαλινάρι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovedtøj, Nyt hovedtøj, tøjlen, bridle
χαλινάρι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzda, kontrolovat, uzdu, udidla, uzdy, uzdečky
χαλινάρι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lejce, lędźwie, wspora, cugle, uzda, kiełznać, okiełznać, wędzidełko, powstrzymać, pohamować, powstrzymywać, kontrolować, nóżka, uzdę, bridle, ogłowia
χαλινάρι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kantár, kantáron, kantárt, kantárját, zabla
χαλινάρι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gem, dizgin, bridle, gem vurmak, yular
χαλινάρι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вуздечка, загнуздувати, сплата, відшкодування, компенсація, уздечка
χαλινάρι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fre, frerin, kapistra, kapistër, vë frenin
χαλινάρι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юзда, юздата Си, лигамент, поводи, бридел
χαλινάρι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аброць, цуглі
χαλινάρι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valjad, ohjeldama, ohjad, päitsed, ratsmed, Suitset, Nakella niskojaan
χαλινάρι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kočnica, spojnica, zaustaviti, uzda, vođica, upravljati, zauzdati, uzde, pokazati preziranje
χαλινάρι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beisli, Méla, Bridle, beislisbúnaði
χαλινάρι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frenum
χαλινάρι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kamanos, pažaboti, brizgilas, apynasris, duoti laisvę
χαλινάρι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iemaukti, iemauktiem, jājamais, savaldīt, uzlikt iemauktus
χαλινάρι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лигамент, уздата
χαλινάρι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căpăstru, frâu, zăbala, bridle, bridă
χαλινάρι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uzda, uzde, uzdo, bridle, zamegljujejo
χαλινάρι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzda, i uzda