Subject στα ελληνικά

Μετάφραση: subject, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπήκοος, αντικείμενο, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, υπόκειται
Subject στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stuwing στα ελληνικά - ορμή, τελειώματα, κόψτε, στα τελειώματα, περικόψετε, διαγωγής
  • subiet στα ελληνικά - τώρα, αμέσως
  • subsidiair στα ελληνικά - εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • subsidie στα ελληνικά - επιχορήγηση, επιδότηση, επιδότησης, επιδοτήσεων, επιχορήγησης
Τυχαίες λέξεις
Subject στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπήκοος, αντικείμενο, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, υπόκειται