Technologie στα ελληνικά
Μετάφραση: technologie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- techniek στα ελληνικά - τεχνική, τεχνικής, την τεχνική, η τεχνική, τεχνική που
- technisch στα ελληνικά - τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
- teder στα ελληνικά - τρυφερός, λεπτός, στοργικός, φίνος, μαλακός, μαλθακός, τρυφερώς, ...
- tederheid στα ελληνικά - άλγος, πόνος, τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
Τυχαίες λέξεις
Technologie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία
Μεταφράσεις: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία