Λέξη: έξαρση

Σχετικές λέξεις: έξαρση

έξαρση της εγκληματικότητας, έξαρση λεξικό, έξαρση γρίπης, έξαρση γρίπης 2012, έξαρση ιώσεων, έξαρση γαστρεντερίτιδας, έξαρση συνώνυμο, έξαρση αδρεναλίνης, εξαρση συνώνυμο, έξαρση ακμής

Συνώνυμα: έξαρση

χαρά, θάρρος

Μεταφράσεις: έξαρση

έξαρση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boom, elation, flare, outbreak, exacerbation, upsurge

έξαρση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elación, júbilo, euforia, alegría, regocijo

έξαρση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boom, konjunktur, brausen, ausleger, hauen, baum, mikrofongalgen, andrang, aufschwung, spiere, dröhnen, schlagen, donner, hochkonjunktur, Begeisterung, Freude, Hochgefühl, Hochstimmung, elation

έξαρση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
klaxonner, grondement, hausse, mugir, augmentation, essor, gronder, prospérer, retentir, allégresse, exultation, exaltation, joie, l'exaltation

έξαρση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimbombo, euforia, esaltazione, elation, esultanza, ebbrezza

έξαρση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elação, júbilo, exaltação, euforia, elation

έξαρση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgetogenheid, Elation, verrukking, in Elation, euforie

έξαρση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жужжание, бон, ажиотаж, укосина, гик, бум, вылет, гул, шумиха, заграждение, гудение, стрела, восторг, приподнятое настроение, эйфория, приподнятость, приподнятое

έξαρση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppsving, opprømthet, oppstemthet, spenstighet, elation, baring

έξαρση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upprymdhet, Elation, glädje, i Elation, Teebee

έξαρση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jyrinä, pauhu, jyminä, kukoistaa, jyske, kumina, riemu, riemua, elation, ilo, juhlamieli

έξαρση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opstemthed, elation, glæden, eufori

έξαρση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
houkat, hukot, vzestup, hučet, dunění, vzkvétat, zadunět, dunět, euforie, nadšení, opojení, radostná nálada

έξαρση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bariera, hossa, buczenie, wysięgnik, bom, podłużnica, łoskot, grzmot, pogłos, rozkwit, wzrost, maszt, ożywienie, huk, podniecenie, poryw, uniesienie, elation, euforia

έξαρση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zúgás, morajlás, öregfa, torkolatzár, emelkedett hangulat, lelkesedés, ujjongás, euphoria, lelkesedése

έξαρση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevinç, elation, mutluluk, coşku, koşuyorsa

έξαρση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гомін, бум, репетувати, густи, гриміти, кричати, захват, захоплення, захваті

έξαρση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngazëllim

έξαρση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главозамайване, въодушевление, въодушевлението, възторг

έξαρση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
захапленне, захапленьне, восторг, захапленні

έξαρση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
buum, poom, kõmin, ülevus, Riemu, joovastus, meeleolu tõus, üleva meeleoluga

έξαρση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krak, procvjetati, tutanj, ushićenje, zanosa, oduševljenje, elation, srećom

έξαρση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gleði

έξαρση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakili nuotaika, Podniecenie, Entuziazmo, pakilimas, Dūma

έξαρση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sajūsma, pacilātība

έξαρση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
занес, воодушевеност, восхит, занесеност, радост

έξαρση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
euforie, exaltare, entuziasm, exaltarea, exaltării

έξαρση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vznesenost, vznesenosti, Ushićenje, izpiranje

έξαρση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozmach, eufória, eufórie, euforická nálada
Τυχαίες λέξεις