Τεχνολογία στα ολλανδικά
Μετάφραση: τεχνολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
technologie, techniek, technologische, de technologie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τεχνολογία
τεχνολογία β γυμν, τεχνολογία επικοινωνιών ύλη, τεχνολογία επικοινωνιών, τεχνολογία υπολογιστικών συστημάτων & λειτουργικά συστήματα, τεχνολογία δικτύων επικοινωνιών, τεχνολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεχνολογία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τεχνική στα ολλανδικά - bekwaamheid, techniek, techniek die, technieken, methode
- τεχνοκρατία στα ολλανδικά - technocratie, technocracy, de technocratie, technocratische, technocratie die
- τεχνολογικός στα ολλανδικά - technologisch, technologische, technische, de technologische, technologie
- τεύτλο στα ολλανδικά - mangelwortel, biet, kroot, beetwortel, suikerbieten, bieten, van suikerbieten
Τυχαίες λέξεις
Τεχνολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: technologie, techniek, technologische, de technologie
Μεταφράσεις: technologie, techniek, technologische, de technologie