Teweegbrengen στα ελληνικά
Μετάφραση: teweegbrengen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, προκαλώ, προξενώ, σκοπός, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Μεταφράσεις
- tevredenheid στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
- tevredenstellen στα ελληνικά - ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
- tewerkstellen στα ελληνικά - απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
- tewerkstelling στα ελληνικά - εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Τυχαίες λέξεις
Teweegbrengen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, προκαλώ, προξενώ, σκοπός, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Μεταφράσεις: αιτία, προκαλώ, προξενώ, σκοπός, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος