Λέξη: όσχεο

Σχετικές λέξεις: όσχεο

στο όσχεο, όσχεο με το περίνεό, κρυψορχία όσχεο, όσχεο λεξικό, πόνος όσχεο, όσχεο και περίνεο, όσχεο ανατομία, όσχεο σάκος

Μεταφράσεις: όσχεο

όσχεο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scrotum, the scrotum, scrotal

όσχεο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escroto, el escroto, del escroto

όσχεο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hodensack, Hodensack, Skrotum, Scrotum, Skrotums

όσχεο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scrotum, le scrotum, du scrotum

όσχεο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scroto, scrotum, dello scroto, lo scroto, nello scroto

όσχεο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal

όσχεο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scrotum, balzak, het scrotum, de balzak

όσχεο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мошонка, мошонки, мошонку, мошонке, мошонкой

όσχεο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pung, pungen, scrotum, skrotum

όσχεο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pungen, pung, skrotum, scrotum, TESTIKELPUNG

όσχεο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kivespussi, kivespussin, kivespussissa, kivespussiin, scrotum

όσχεο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scrotum, pungen, pung, skrotum

όσχεο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šourek, šourku, skrotum, scrotum, šourkem

όσχεο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
moszna, moszny, scrotum, mosznie, mosznę

όσχεο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
herezacskó, herezacskóba, a herezacskó, herezacskón, herezacskóban

όσχεο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
skrotum, scrotum, skrotumda, skrotuma, testis torbası

όσχεο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мошонка, калитка

όσχεο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qese e herdheve, scrotum, skrotum

όσχεο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скротум, скротума, на скротума, тестисите, мъдна торбичка

όσχεο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мошонка, машонка

όσχεο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
munandikott, skrootum, skrootumil, munandikotil, munandit

όσχεο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skrotum, scrotum, skrotum su, mošnje, mošnice

όσχεο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
náranum, punginn, náranum í

όσχεο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapšelis, kapšelio, scrotum

όσχεο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skrotums, scrotum, sēkliniekos, sēklinieku maisiņa, sēklinieki

όσχεο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скротумот, скротум

όσχεο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scrot, scrotul, scrotului, scrotum, nivelul scrotului

όσχεο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mošnja, moda, modnik

όσχεο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
miešok, šourek, semenníky, mieška
Τυχαίες λέξεις