Λέξη: όταν

Σχετικές λέξεις: όταν

όταν έχω εσένα - δημήτρης μητροπάνος, όταν είσαι εδώ αντώνης ρέμος, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν έκλαψε ο νίτσε, όταν σου γυρίζει μια τεράστια τρίχα στο πρόσωπο, όταν σου γυρίζει μια τεράστια τρίχα στο πρόσωπο (εάν αηδιάζετε μην το δείτε), όταν χαράζει, όταν ο χάρυ γνώρισε την σάλι, όταν έχω εσένα

Συνώνυμα: όταν

άμα

Μεταφράσεις: όταν

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
when, where, if, when you, when it
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuando, cuándo, al, cuando se
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wann, wenn, als, während, sobald, bei
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quand, lorsque, lors, où, lors de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quando, allorché, se, quando si, cui
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roda, quando, ao, em, que
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
als, terwijl, toen, wanneer, bij, bij het
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
никогда, когда, тогда, при, если
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
da, når, når du, ved, når det
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
när, då, vid, om, när du
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikka, koska, kun, milloin, jos, jolloin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
når, da, ved, hvor
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
když, až, kdy, při, pokud
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wtedy, odkąd, kiedy, gdy, podczas, po
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amikor, ha, mikor
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ne zaman, zaman, olduğunda, ne, sırasında
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щенята, коли, колись
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kur, kur të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кога, когато, при, когато се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калi, калі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kui, mil
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čim, pošto, dok, prilikom, kad, kada, kada se, kada je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvenær, þegar, hvenar, um hvenar, um hvenar þau, er
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ubi, cum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kai, jei, kada
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kad, ja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кога, при, кога ќе, кога се
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
când, atunci când, atunci, cand, atunci cand
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ko, če, ko je, pri, kadar
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kedy, a, až, keď, ak, kde, ktorých

Στατιστικά δημοτικότητας: όταν

Τυχαίες λέξεις