Toestel στα ελληνικά

Μετάφραση: toestel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέχνασμα, μηχάνημα, άνεση, συσκευή, συσκευής, συσκευών, εργαλείο, της συσκευής
Toestel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apert στα ελληνικά - φαινομενικός, σκέτο, κάμπος, φανερός, σκέτος, προφανής, πεδιάδα, ...
  • bult στα ελληνικά - προεξοχή, διογκώνω, καμπούρα, κύρτωμα, κραδασμός, καρούμπαλο, χτύπημα, ...
  • gehoorzaam στα ελληνικά - πειθήνιος, υπάκουος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
  • pastoor στα ελληνικά - εφημέριος, πάστορας, Pastor, πάστορα, ποιμένας, ποιμένα
Τυχαίες λέξεις
Toestel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέχνασμα, μηχάνημα, άνεση, συσκευή, συσκευής, συσκευών, εργαλείο, της συσκευής