Toeverlaat στα ελληνικά
Μετάφραση: toeverlaat, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφύγιο, προστασία, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, βοηθός, καταφεύγω, προστατεύω, αρωγή, επικουρία, επιδέξια, ικανά, ικανώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dor στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρασία, με ξηρασία
- gecompliceerd στα ελληνικά - πολύπλοκος, περίπλοκος, περίπλοκη, περίπλοκο, πολύπλοκη
- heersen στα ελληνικά - διέπω, ιθύνω, κυβερνώ, βασιλεύω, βασιλεία, βασιλεύει, βασιλεύσει, ...
- nabehandeling στα ελληνικά - μετεπεξεργασίας, μετέπειτα κατεργασία, μετεπεξεργασίας των, μετεπεξεργασία
Τυχαίες λέξεις
Toeverlaat στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφύγιο, προστασία, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, βοηθός, καταφεύγω, προστατεύω, αρωγή, επικουρία, επιδέξια, ικανά, ικανώς
Μεταφράσεις: καταφύγιο, προστασία, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, βοηθός, καταφεύγω, προστατεύω, αρωγή, επικουρία, επιδέξια, ικανά, ικανώς