Tussenpersoon στα ελληνικά
Μετάφραση: tussenpersoon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεσίτης, μεσάζων, μεσάζοντα, μεσάζοντες, μεσολαβητής, μεσάζοντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aandraaien στα ελληνικά - διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, σφίξτε, σφίξετε, σφίγγετε, βιδώστε, ...
- beeldig στα ελληνικά - τερπνός, ευφρόσυνος, νόστιμος, ευχάριστος, ευχάριστο, απολαυστικό, ευχάριστη, ...
- munitie στα ελληνικά - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- overschoen στα ελληνικά - γαλότσα, γαλότσας
Τυχαίες λέξεις
Tussenpersoon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεσίτης, μεσάζων, μεσάζοντα, μεσάζοντες, μεσολαβητής, μεσάζοντας
Μεταφράσεις: μεσίτης, μεσάζων, μεσάζοντα, μεσάζοντες, μεσολαβητής, μεσάζοντας