Tweevoudig στα ελληνικά
Μετάφραση: tweevoudig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διττός, διττό, διπλή, διττή
Μεταφράσεις
- glossarium στα ελληνικά - γλωσσάριο, Γλωσσάρι, Γλωσσάρι Α, γλωσσαρίου, γλωσσάριου
- kloosterbroeder στα ελληνικά - καλόγηρος, μοναχός, Friar, καλόγερος, Φράιερ
- razend στα ελληνικά - μαινόμενος, λυσσαλέος, θηριώδης, φανατικός, οργισμένος, μανιασμένος, άγριος, ...
- tekenen στα ελληνικά - σημειώνω, νεύω, δείχνω, σήμα, βαθμός, επισημαίνω, γνέφω, ...
Τυχαίες λέξεις
Tweevoudig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διττός, διττό, διπλή, διττή
Μεταφράσεις: διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διττός, διττό, διπλή, διττή