Λέξη: πεισμωμένος

Μεταφράσεις: πεισμωμένος

πεισμωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstinate, peismomenos

πεισμωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
terco, obstinado, peismomenos

πεισμωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hartnäckig, starrköpfig, stur, dickköpfig, widerspenstig, eigensinnig, hartnackig, peismomenos

πεισμωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obstiné, opiniâtre, acharné, têtu, tenace, entêté, peismomenos

πεισμωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pervicace, ostinato, testardo, cocciuto, peismomenos

πεισμωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obstinado, birrento, teimoso, peismomenos

πεισμωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbeten, halsstarrig, verstokt, peismomenos

πεισμωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рьяный, трудноизлечимый, упорный, ярый, несговорчивый, неуступчивый, упрямый, настойчивый, строптивый, peismomenos

πεισμωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sta, peismomenos

πεισμωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsepintainen, itsepäinen, vastahankainen, härkäpäinen, uppiniskainen, jääräpäinen, peismomenos

πεισμωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úporný, zarputilý, umíněný, tvrdošíjný, tvrdohlavý, neústupný, urputný, peismomenos

πεισμωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uparty, uporczywy, zaciekły, peismomenos

πεισμωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inatçı, peismomenos

πεισμωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповзятий, упертий, затятий, наполегливий, peismomenos

πεισμωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tvrdoglav, svojeglav, uporan, peismomenos

πεισμωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ietiepīgs, peismomenos

πεισμωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încăpăţânat, peismomenos

πεισμωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peismomenos

πεισμωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvrdohlavý, peismomenos
Τυχαίες λέξεις