Uitgebreidheid στα ελληνικά
Μετάφραση: uitgebreidheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκταση, βαθμός, μέγεθος, διάσταση, εκτατικοποίηση, extensiveness, πολυειδές, ευρύτητα
Μεταφράσεις
- ansjovis στα ελληνικά - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
- chimaera στα ελληνικά - χίμαιρα, χίμαιρας, χιμαιρικό, χιμαιρικού, χιμαιρικό μόριο
- handschrift στα ελληνικά - γραφικός χαρακτήρας, γράψιμο, χειρογράφου, χειρόγραφου, χειρόγραφα
- inbeslagneming στα ελληνικά - αιχμαλωτίζω, σπασμός, αιχμαλωσία, κατάσχεση, παγίδευση, παγίδευση του, μεσεγγύηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Uitgebreidheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκταση, βαθμός, μέγεθος, διάσταση, εκτατικοποίηση, extensiveness, πολυειδές, ευρύτητα
Μεταφράσεις: έκταση, βαθμός, μέγεθος, διάσταση, εκτατικοποίηση, extensiveness, πολυειδές, ευρύτητα