Λέξη: αναπληρωτής

Σχετικές λέξεις: αναπληρωτής

αναπληρωτής διευθυντής σχολικής μονάδας, αναπληρωτής καθηγητής στα αγγλικά, αναπληρωτής υπουργός οικονομικών, αναπληρωτής υπουργός περιβάλλοντος ενέργειας και κλιματικής αλλαγής, αναπληρωτής προϊστάμενος, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρωτής δικαστικός αντιπρόσωπος, αναπληρωτής υπουργός, αναπληρωτής υπουργός πεκα, αναπληρωτής υπουργός εσωτερικών

Συνώνυμα: αναπληρωτής

βουλευτής, εκπρόσωπος, πληρεξούσιος, ελεγκτής διαθήκων, τοποτηρητής, αντιπρόσωπος, υποκατάστατο, αντικαταστάτης

Μεταφράσεις: αναπληρωτής

αναπληρωτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stopgap, adjunct, deputy, substitute, alternate, associate, deputizing

αναπληρωτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adjunto, diputado, suplente, diputada, el diputado

αναπληρωτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lückenfüller, attribut, beigabe, beifügung, zubehör, zusätzlich, zusatz, lückenbüßer, Stellvertreter, Abgeordnete, Vertreter, stellvertretender, stellvertretende

αναπληρωτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjoint, supplément, remplaçant, appendice, auxiliaire, ajouté, accessoire, indemnité, complément, assistant, ajout, remplacement, addition, attribut, aide, secondaire, sous, député, vice

αναπληρωτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessorio, vice, deputato, sostituto, delegato

αναπληρωτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secundário, anexo, acessório, deputado, vice, adjunto, suplente

αναπληρωτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhangsel, bijkomend, secundair, bijkomstig, bijbehorend, plaatsvervanger, afgevaardigde, vice, adjunct

αναπληρωτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
придаток, замена, паллиатив, помощник, адъюнкт, дополнение, приложение, затычка, прибавление, заместитель, депутат, заместителем, заместителя, депутатом

αναπληρωτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
medhjelper, nestleder, stedfortreder, varamedlem, vise, vararepresentant

αναπληρωτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
suppleant, vice, biträdande, ställföreträdande, ställföreträdare

αναπληρωτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määrite, määre, määräys, sijainen, varajäsen, varajohtaja, sijaisensa, sijaisen

αναπληρωτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stedfortræder, Stedfortrædende, suppleant, assisterende, vice

αναπληρωτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhradník, přidělený, doplněk, prozatímní, adjunkt, náhrada, připojený, vedlejší, dodatek, přídavek, pomocník, zástupce, náměstek, poslanec, zástupcem, náměstkem

αναπληρωτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pniak, pomocnik, prowizorka, uzupełnienie, postój, namiastka, przydawka, adiunkt, prowizorium, dodatek, dopełnienie, zastępca, poseł, deputowany, zastępcą, zastępcy

αναπληρωτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
asszisztens, adjunktus, helyettes, helyettese

αναπληρωτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
milletvekili, yardımcısı, başkan yardımcısı, vekili, müdür yardımcısı

αναπληρωτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доповнення, ад'юнкт, прикладення, заміна, додаток, затичка, заступник, заступника

αναπληρωτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zëvendës, deputet, deputeti, zëvendësi, zëvendësi i

αναπληρωτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложение, заместник, зам., заместник-

αναπληρωτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
намеснік, намесьнік, намесніца

αναπληρωτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asetäitja, aseesimees, aseesimehe, asetäitjal, asetäitjana

αναπληρωτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoćnik, dodatak, dopuna, zamjenik, zamjenika, poslanik, zamenik, zamjenica

αναπληρωτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varaformaður, staðgengill, aðstoðarforstjóri, fulltrúi, varamaður

αναπληρωτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavaduotojas, deputatas, pavaduotojo, pavaduotoja, pavaduotoju

αναπληρωτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deputāts, vietnieks, vietnieku, vietniece, deputāta

αναπληρωτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заменик-, заменик, заменикот, заменици, пратеник

αναπληρωτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deputat, adjunct, adjunctul, vice, adjunct al

αναπληρωτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poslanec, namestnik, namestnika, namestnica, podpredsednik

αναπληρωτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
adjunkt, improvizovaný, zástupca, zástupcu, zástupcov, zastúpení, v zastúpení

Στατιστικά δημοτικότητας: αναπληρωτής

Τυχαίες λέξεις