Ventilatie στα ελληνικά

Μετάφραση: ventilatie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερισμός, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμό, αερισμό
Ventilatie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aangestoken στα ελληνικά - αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση
  • doordringen στα ελληνικά - διαπερνώ, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
  • omvouwen στα ελληνικά - πτυχή, διπλώνω, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold
  • radicaal στα ελληνικά - ριζικός, ριζικά, δραστικά, ριζική, ριζοσπαστικά, εντελώς
Τυχαίες λέξεις
Ventilatie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερισμός, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμό, αερισμό