Αερισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αερισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luchtverversing, ademhaling, ventilatie, ventilatiesysteem, de ventilatie, ventilatie-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αερισμός
αερισμός εντέρου, αερισμός κτιρίων, αερισμός λεβητοστασίου, αερισμός με ανάκτηση θερμότητας, αερισμός χλοοτάπητα, αερισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αερισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αεράκι στα ολλανδικά - bries, wind, briesje, krachtige wind, stil
- αερίζω στα ολλανδικά - ventileren, waaien, wannen, luchten, uitluchten, spuien, te ventileren, ...
- αεριωθούμενο στα ολλανδικά - jet, straal, straalvliegtuig, straalvliegtuigen
- αεροδρόμιο στα ολλανδικά - luchthaven, vlieghaven, vliegveld, de luchthaven, luchthaven van, het vliegveld
Τυχαίες λέξεις
Αερισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: luchtverversing, ademhaling, ventilatie, ventilatiesysteem, de ventilatie, ventilatie-
Μεταφράσεις: luchtverversing, ademhaling, ventilatie, ventilatiesysteem, de ventilatie, ventilatie-