Λέξη: εφεύρεση
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση αεροπλάνου, εφεύρεση φωτογραφίας, εφεύρεση τροχού, εφεύρεση αυτοκινήτου, εφεύρεση πυξίδα
Συνώνυμα: εφεύρεση
συσκευή, τέχνασμα, μηχάνημα, επινόημα, μηχανισμός
Μεταφράσεις: εφεύρεση
εφεύρεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invention, invention is, the invention
εφεύρεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invención, ficción, invento, innovación, invención se, presente invención
εφεύρεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neuerung, neuheit, innovation, erfindung, Erfindung, erfindungsgemäßen, erfindungs, erfindungsgemäße
εφεύρεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
découverte, invention, imagination, fable, fiction, innovation, présente invention
εφεύρεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invenzione, trovato, dell'invenzione, invenzione si
εφεύρεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invente, inventar, inovação, invenção, invento, inven�o, presente invenção
εφεύρεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedenksel, uitvinding, vernieuwing, verzinsel, vinding, uitvinding heeft
εφεύρεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инвенция, изобретать, домысел, вымысел, изобретательный, изобретательство, изобретение, изобретательность, затея, небылица, измышление, инновация, выдумка, изобретения, щее изобретение, изобретении, изобретению
εφεύρεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innovasjon, oppfinnelse, oppfinnelsen, liggende oppfinnelse, ifølge oppfinnelsen, foreliggende oppfinnelse
εφεύρεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påhitt, uppfinning, uppfinningen, enligt uppfinningen
εφεύρεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innovaatio, hätävalhe, keksintö, uusi keksintö tai tapa, keksiminen, uudistus, keksinnön, olevan keksinnön, keksintöä, keksinnössä
εφεύρεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfindelse, opfindelsen, ifølge opfindelsen
εφεύρεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výmysl, invence, vynález, vynalezení, vynálezu, vynález se, techniky Vynález
εφεύρεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynalazek, wymysł, wymyślenie, inwencja, wynalezienie, wynalazku
εφεύρεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
találmány, találmány szerinti, szerinti, találmányt
εφεύρεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
icat, buluş, buluşun, Bu buluş
εφεύρεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винайдення, винахід, відкриття
εφεύρεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpikje, shpikja, zbulim, shpikje e, trillim
εφεύρεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобретение, изобретението, изобретение се, съгласно изобретението
εφεύρεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынаходніцтва, вынаходства, вынаходка, вынаходку
εφεύρεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leiutis, leiutise, leiutisele, leiutises, leiutist
εφεύρεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izum, pronalazak, otkriće, izum se, izuma, se izum, Ovaj izum
εφεύρεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppfinning, Uppfinningin, uppfinningu, uppfinningunni, Ágrip Uppfinningin
εφεύρεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išradimas, išradimą, išradime, išradimo
εφεύρεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdomājums, izgudrojums, izgudrojumu, izgudrojuma, izgudrojumam
εφεύρεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изум, пронајдокот, пронајдок, пронаоѓањето, откривањето
εφεύρεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invenţie, invenție, invenții, invenției, inventie, invenție se
εφεύρεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izum, izum se, izuma, izumu
εφεύρεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vynález, vynálezu
Στατιστικά δημοτικότητας: εφεύρεση
Τυχαίες λέξεις