Λέξη: κρέας

Σχετικές λέξεις: κρέας

κρέας με κολοκυθάκια, κρέας λεμονάτο, κρέας με μελιτζάνες, κρέας ψάρι θαλασσινά αυγά όσπρια και ξηροί καρποί, κρέας βουβαλιού, κρέας στο φούρνο, κρέας στην κατσαρόλα, κρέας με σπανάκι, κρέας με αγκινάρες, κρέας με πράσα

Συνώνυμα: κρέας

σάρκα, σάρξ

Μεταφράσεις: κρέας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
meat, flesh, veal, and veal, meat of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carne, la carne, de carne, carnes, carne de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kerne, fleisch, wesentliche, quintessenz, essenz, kern, Fleisch, Fleisches, Fleisch-
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
viande, essence, chair, noyau, la viande, viandes, de viande, de la viande
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carne, carni, di carne, la carne, base di carne
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medida, âmago, núcleo, vianda, carne, cerne, caroço, carnes, de carne, carne de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pit, essentie, vlees, kern, van vlees, het vlees, vlees van, vlees-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пища, суть, жертва, эссенция, мясо, простак, еда, содержание, мякоть, сущность, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøtt, kjøttet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kött, köttet, kött som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ydin, liha, lihan, lihaa, lihasta, liha-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kød, koed, kødet, af kød
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
maso, masa, meaty, masem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mięso, mięsiwo, mięsny, mięsa, meat, mięsne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hús, húst, húsipari, húsa, a hús
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
et, eti, etli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимірювання, м'ясо, мясо, м`ясо
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mish, mishit, mishi, të mishit, e mishit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
месо, месото, на месо, меса
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяса
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liha, iva, lihast, liha-, lihatoodete
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sadržaj, mesnog, jelo, meso, mesna, hrana, mesa, mesni, od mesa, mesom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjöt, kjötið, kjöti
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
caro
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsa, mėsos, mėsą, mėsai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaļa, gaļas, gaļu, gaļai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месо, месото, на месо, месни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carne, de carne, cărnii, carne de, din carne
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maso, meso, mesa, mesni, mesno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäso, mäsa, mäso z

Στατιστικά δημοτικότητας: κρέας

Τυχαίες λέξεις