Verbittering στα ελληνικά
Μετάφραση: verbittering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πικρός, δριμύς, πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
Μεταφράσεις
- chirurgisch στα ελληνικά - χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικής
- karpet στα ελληνικά - χαλί, μοκέτα, τάπητα, ταπήτων, χαλιού, χαλιών
- monumentaal στα ελληνικά - μνημειώδης, πελώριος, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
- ritmisch στα ελληνικά - ρυθμικός, ρυθμική, ρυθμικό, ρυθμικά, ρυθμικές
Τυχαίες λέξεις
Verbittering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πικρός, δριμύς, πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
Μεταφράσεις: πικρός, δριμύς, πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα