Verbreken στα ελληνικά
Μετάφραση: verbreken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, κόβω, διακόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, το θύμα παύει οποιαδήποτε, αποκόψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanbiddenswaardig στα ελληνικά - αξιολάτρευτος, λατρευτός, αξιολάτρευτο, το αξιολάτρευτο, λατρευτό, λατρευτά
- leerstelling στα ελληνικά - πεποίθηση, πίστη, δόγμα, αξίωμα, δόγμα της, το δόγμα, δοξασία
- ontspanning στα ελληνικά - παρεκτροπή, ξεκούραση, παρέκβαση, αναψυχή, εκτόνωση, χαλάρωση, χαλάρωσης, ...
- oppervlakkig στα ελληνικά - πρόχειρος, επιπόλαιος, επιφανειακός, ρηχός, επιφανειακά, επιφανειακή, επιφανειακώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Verbreken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, κόβω, διακόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, το θύμα παύει οποιαδήποτε, αποκόψει
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, κόβω, διακόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, το θύμα παύει οποιαδήποτε, αποκόψει