Λέξη: ποτό

Σχετικές λέξεις: ποτό

ποτό τίποτα, ποτό με λίγες θερμίδες, ποτό κουμκουάτ, ποτό πορτοκάλι, ποτό φράουλα, ποτό συνώνυμα, ποτό αθήνα, ποτό μαργαρίτα συνταγή, ποτό τεντούρα, ποτό μαστίχα

Συνώνυμα: ποτό

βολή, πυροβολισμός, σφαίρα, σφαιρίδια, τουφεκισμός, ρόφημα, αφέψημα, μη οινοπνευματώδες ποτό, πόση, πιοτό

Μεταφράσεις: ποτό

ποτό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drink, brew, beverage, drinks, a drink, drinking

ποτό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infusión, beber, tomar, bebida, copa, bebidas, la bebida

ποτό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trinken, trank, gebräu, zechen, getränk, alkohol, Getränk, Drink, Getränken

ποτό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brassez, potion, brassons, s'abreuver, abreuver, brasserie, consommation, fermenter, breuvage, buvez, alcool, brassent, s'enivrer, boivent, infuser, brasser, boisson, verre, boire, boissons, la boisson

ποτό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bibita, bevanda, bere, drink, bevande

ποτό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tomar, bebidas, libar, brocas, beber, álcool, bebida, álcoois, drink, drinque

ποτό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drank, gebruiken, drankje, pimpelen, zuipen, brouwsel, alcohol, drinken, borrel, drink

ποτό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воды, спирт, отпивать, питье, заварить, алкоголь, стакан, варево, настояться, распивать, глоток, варка, напиток, запить, запой, чаёвничать, пить, напитком, напитка, питья

ποτό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drikk, drikke, drikkevare, drink, å drikke

ποτό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dricka, supa, dryck, drink, drycken, att dricka

ποτό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoma, imeä, juoda, ryypätä, kilistää, ryyppääminen, alkoholi, juominen, panna, ryyppy, drinkin, drink, juoman

ποτό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drikkevarer, drik, drikke, drink, drikkevare

ποτό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pivovar, vařit, drink, pít, nápoj, pití, nápoje

ποτό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
warzyć, piwo, napój, napar, pić, parzyć, browar, trunek, drink, drinka, napoju

ποτό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ital, italt, inni, drink, itallal

ποτό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içecek, içki, alkol, içmek, içeceği, drink

ποτό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готувати, питво, варити, випити, заварка, вариво, напій, пити, варіння

ποτό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pi, pije, pini, pije e, pija

ποτό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
напитка, питие, напитки, пие

ποτό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пiць, напой, напітак

ποτό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alkohol, lonks, keedus, laar, jook, drink, juua, joogi, jooki

ποτό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
piti, pije, zakuhati, piće, pijanka, napitak, pića, drink

ποτό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brugga, drekka, drykkur, drykk, drykkurinn, að drekka

ποτό στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bibere

ποτό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gurkšnis, gėrimas, gerti, gėrimų, gėrimo

ποτό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žūpot, izdzert, dzēriens, dzērienu, dzert, dzērieni

ποτό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пијалакот, пијалок, пијалоци, пијалак, да пијат, пијат

ποτό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bea, băutură, butur, bautura, băuturi, băutura

ποτό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pití, pijača, piti, pít, nápoj, drink, pijačo, napitek

ποτό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
piť, nápoj, pití, drink

Στατιστικά δημοτικότητας: ποτό

Τυχαίες λέξεις