Vergissing στα ελληνικά

Μετάφραση: vergissing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάξιμο, λάθος, σφάλμα, λάθους, το λάθος, λάθος που
Vergissing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • focus στα ελληνικά - εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
  • groeve στα ελληνικά - λάκκος, χαντάκι, ορυχείο, τάφος, καίριος, τύμβος, τρύπα, ...
  • handkoffer στα ελληνικά - πιάνω, κράτημα, τσάντα, λαβή, βαλίτσα, βαλίτσας, τη βαλίτσα, ...
  • oneindigheid στα ελληνικά - αιωνιότητα, άπειρο, υπερχείλισης, το άπειρο, τύπου infinity, απείρου
Τυχαίες λέξεις
Vergissing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάξιμο, λάθος, σφάλμα, λάθους, το λάθος, λάθος που