Λέξη: ουσιαστικά

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικά

ουσιαστικά α κλίσης, ουσιαστικά ασκήσεις γ δημοτικού, ουσιαστικά β κλίσης, ουσιαστικά γ κλίσης, ουσιαστικά σε ειο, ουσιαστικά ασκήσεις, ουσιαστικά από α, ουσιαστικά σε υ, ουσιαστικά σε η, ουσιαστικά συνώνυμα

Μεταφράσεις: ουσιαστικά

ουσιαστικά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
essentially, virtually, fundamentally, substantially, basically, effectively, actually

ουσιαστικά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esencialmente, fundamentalmente, básicamente, esencia, en esencia

ουσιαστικά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigentlich, fast, eigentliche, wesentlich, essentiell, praktisch, im Wesentlichen, im Grunde, hauptsächlich, wesentlichen

ουσιαστικά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pratiquement, essentiellement, fondamentalement, presque, essentiel, sensiblement, l'essentiel, substance

ουσιαστικά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
essenzialmente, sostanzialmente, sostanza, in sostanza

ουσιαστικά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quase, essencialmente, essencial, basicamente

ουσιαστικά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, hoofdzakelijk, essentie, voornamelijk

ουσιαστικά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почти, действительно, существенно, практично, фактически, практически, по существу, существу, в основном

ουσιαστικά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hovedsak, essensielt, i hovedsak, hovedsakelig, vesentlige

ουσιαστικά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väsentligen, huvudsak, huvudsakligen, i huvudsak, väsentligt

ουσιαστικά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
melkein, pohjimmiltaan, kirjaimellisesti, liki, sananmukaisesti, oleellisesti, kutakuinkin, olennaisesti, lähinnä, pääasiassa, pääasiallisesti

ουσιαστικά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
væsentlige, det væsentlige, i det væsentlige, hovedsagelig, væsentligt

ουσιαστικά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prakticky, podstatně, v podstatě, podstatě, zásadě, v zásadě, nezbytně

ουσιαστικά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istotnie, właściwie, faktycznie, wirtualnie, praktycznie, zasadniczo, esencjonalnie, istocie, zasadzie

ουσιαστικά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapjában, lényegében, alapvetően, elsősorban, lényegében a, lényegileg

ουσιαστικά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esasen, aslında, esas, esas olarak, temelde

ουσιαστικά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віртуальний, ефективний, віртуальна, дійсний, по суті, сутнісно, власне кажучи

ουσιαστικά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në thelb, thelb, kryesisht, thelb të, në thelb të

ουσιαστικά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почти, фактически, по същество, същество, основно, главно, съществено

ουσιαστικά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
па сутнасці, па істоце, па сутнасьці, па сутнасцi, істотна

ουσιαστικά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põhiliselt, praktiliselt, tegelikult, virtuaalselt, põhiolemuselt, sisuliselt, peamiselt, põhimõtteliselt, olemuselt

ουσιαστικά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stvarno, bitno, u suštini, biti, u biti, osnovi

ουσιαστικά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meginatriðum, í raun, í meginatriðum, fyrst og fremst, fremst

ουσιαστικά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beveik, iš esmės, esmės, esmės yra

ουσιαστικά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gandrīz, būtībā, galvenokārt, būtības, būtiski, pēc būtības

ουσιαστικά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во суштина, суштина, суштински, во основа, основа

ουσιαστικά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproape, în esență,, esență, în esență, în principal

ουσιαστικά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
v bistvu, bistveno, bistvu, v glavnem, predvsem

ουσιαστικά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prakticky, doslova, fakticky, v, na

Στατιστικά δημοτικότητας: ουσιαστικά

Τυχαίες λέξεις