Vermoeienis στα ελληνικά

Μετάφραση: vermoeienis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κόπος, κούραση, εξάντληση, την κούραση, κόπωσης
Vermoeienis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dilettant στα ελληνικά - ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
  • dorstig στα ελληνικά - διψασμένος, διψασμένοι, διψασμένο, διψούν, διψασμένα
  • monsterachtig στα ελληνικά - τραγελαφικός, τερατώδης, τερατώδες, τερατώδη, τερατώδεις, τερατώδους
  • stoer στα ελληνικά - εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, ...
Τυχαίες λέξεις
Vermoeienis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κόπος, κούραση, εξάντληση, την κούραση, κόπωσης