Λέξη: παράρτημα
Σχετικές λέξεις: παράρτημα
παράρτημα διπλώματος, παράρτημα α του π.δ. 84/2001, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (σοχ)» δικαιολογητικά, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (σοχ), παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, παράρτημα ανακοινώσεων συμβάσεων μίσθωσης έργου (σμε), παράρτημα γλωσσομάθειας ασεπ, παράρτημα καστοριάς, παράρτημα σε εργασία, παράρτημα κ. τούμπας γ. ιωάννου
Συνώνυμα: παράρτημα
τυφλό έντερο, προσάρτημα, συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: παράρτημα
παράρτημα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appendage, appendix, annex, the Annex, Annex to, of Annex
παράρτημα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
complemento, apéndice, anexo, el anexo, anexo de, del Anexo
παράρτημα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhängsel, blinddarm, ergänzung, glied, anhang, appendix, Nebengebäude, Anbau, annektieren, Anhang, Anlage
παράρτημα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accessoire, membre, ajout, annexe, ajouté, addition, indemnité, appoint, appendice, complément, supplément, l'annexe, annexer
παράρτημα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
completamento, appendice, annesso, allegato, nell'allegato, dell'allegato, dependance
παράρτημα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
membro, apêndice, anexo, o anexo, secundário, do anexo
παράρτημα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lidmaat, bijlage, lid, aanhangsel, appendix, bijgebouw, dependance, van bijlage, bijlage
παράρτημα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибавление, аппендикс, придаток, отросток, привесок, добавление, приложение, приложении, приложения, Annex, в приложении
παράρτημα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blindtarm, anneks, vedlegg, annex, annekset, vedlegget
παράρτημα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillbehör, Bilaga, bilagan, i bilaga, av bilaga, annex
παράρτημα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liite, jäsen, liitteessä, liitteen, liitteenä, liitteeseen
παράρτημα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, Bilag, bilaget, af bilag, anneks
παράρτημα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přídavek, apendix, dodatek, doplněk, příloha, přívěšek, doložka, příloze, přílohy, přílohu, přílohou
παράρτημα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzupełnienie, wyrostek, aneks, dodatek, załącznik, załączniku, załącznika, załącznikiem
παράρτημα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
féregnyúlvány, vakbél, melléklet, mellékletben, mellékletében, mellékletének, melléklete
παράρτημα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
organ, uzuv, ek, eki, annex, ek bina
παράρτημα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додаток, придаток, прикладення, добавлення, програма, програму, Реєстрація, застосування
παράρτημα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anëtar, aneks, aneksi, Shtojca, aneksin, shtojcë
παράρτημα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложение, приложението, приложение №, анекс
παράρτημα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дадатак, прыкладанне, Дазваляе, Дазваляе прыкладанням, прыкладанням
παράρτημα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pimesool, lisa, lisandus, lisas, lisale, lisasse
παράρτημα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dodatak, prilog, privjesak, dodatku, slijepo, aneks, Prilog, Annex, anektirati
παράρτημα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
botnlangi, viðauka, viðauki, viðaukanum, Viðaukinn, VIÃ
παράρτημα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priedas, priede, priedą, priedo
παράρτημα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pielikums, pielikumā, pielikumu, pielikuma, pielikumā ir
παράρτημα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Анекс, Прилог, анексот, прилогот, додатокот
παράρτημα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
membru, anexă, anexa, anexe, anexei
παράρτημα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dodatek, priloga, prilogo, prilogi, aneks, Priloge
παράρτημα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príloha, prílohu, prílohe, v prílohe, prílohy
Στατιστικά δημοτικότητας: παράρτημα
Τυχαίες λέξεις