Λέξη: εβδομάδα
Σχετικές λέξεις: εβδομάδα
εβδομάδα εγκυμοσύνης, εβδομάδα μελανώματος, εβδομάδα μελανώματος 2014, εβδομάδα καρκίνου του δέρματος, εβδομάδα κύησης υπολογισμός, εβδομάδα της τυρινής, εβδομάδα κατά του καρκίνου του δέρματος 2014, εβδομάδα δωρεάν εξέτασης μελανώματος 2014, εβδομάδα της διακαινησίμου, εβδομάδα των παθών, εβδομάδα κύησης, εγκυμοσύνη, λευκή εβδομάδα, μεγάλη εβδομάδα, 17η εβδομάδα κύησης, 10η εβδομάδα κύησης, εγκυμοσύνη ανά εβδομάδα, 18η εβδομάδα κύησης, 9η εβδομάδα κύησης, 31η εβδομάδα κύησης, 11η εβδομάδα κύησης, 20η εβδομάδα κύησης, 15η εβδομάδα κύησης
Μεταφράσεις: εβδομάδα
εβδομάδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
week, a week, per week, weekly
εβδομάδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semana, la semana, semana de, semanas
εβδομάδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
woche, Woche, Gespräch, pro Woche, der Woche
εβδομάδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
huitaine, semaine, suante, la semaine, par semaine, semaines
εβδομάδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
settimana, la settimana, settimanali, settimane, viaggio
εβδομάδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
semana, por semana, a semana, semanas
εβδομάδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
week, reisaanbiedingen, weken, wekelijks
εβδομάδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
седмица, неделя, неделю, неделе, недели, недель
εβδομάδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uke, uken, reisetilbud, ukers, i uken
εβδομάδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vecka, veckan, i veckan, veckor, veckors
εβδομάδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viikko, viikon, viikolla, viikossa, viikkoa
εβδομάδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uge, ugen, uger, ugers
εβδομάδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
týden, týdně, týdnu, týdne, týdenní
εβδομάδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tydzień, tygodniu, tygodnia, week, tygodniowo
εβδομάδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hét, héten, heti, hetente, hetes
εβδομάδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafta, haftada, haftalık, haftadan, haftadan itibaren
εβδομάδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
слабкий, худосочний, худий, недоладний, нескладний, тиждень
εβδομάδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
javë, javën, javën e, jave, java
εβδομάδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
седмица, неделя, седмично, седмицата, седмици
εβδομάδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тыдзень
εβδομάδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rohtukasvanud, umbrohune, nõrguke, nädal, nädalas, nädalal, nädala, ilmaprognoos
εβδομάδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tjedan, tjedno, tjedna, tjedan dana, tjednu
εβδομάδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vika, þróttlítill, viku, vikunnar, vikna, í viku
εβδομάδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savaitė, savaitę, savaitės, savaičių
εβδομάδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nedēļa, nedēļā, nedēļu, nedēļas, šonedēļ
εβδομάδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неделата, недела, неделно, седмица
εβδομάδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
săptămână, saptamana, săptămâna, saptamani
εβδομάδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teden, tedna, tedensko, tednu, teden dni
εβδομάδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
týždeň, prádlo, týždňa
Στατιστικά δημοτικότητας: εβδομάδα
Τυχαίες λέξεις