Versperren στα ελληνικά

Μετάφραση: versperren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στηρίγματα, φραγμός, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
Versperren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bloedverwant στα ελληνικά - συγγενής, συγγενή
  • handkar στα ελληνικά - χειράμαξα, άρμα, αραμπάς, κουβαλώ, καρότσι
  • loodgieter στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλικού, υδραυλικούς, για υδραυλικούς
  • rek στα ελληνικά - έδρανο, βασανιστήριο, μέγγενη, σχάρα, παγκάκι, έδρα, ράφι, ...
Τυχαίες λέξεις
Versperren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στηρίγματα, φραγμός, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ