Vertrouwelijkheid στα ελληνικά
Μετάφραση: vertrouwelijkheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, την εμπιστευτικότητα, εμπιστευτικό χαρακτήρα
Μεταφράσεις
- afzonderen στα ελληνικά - διαιρώ, ξεχωριστός, χωρίζω, διχάζω, χωριστός, μερίδιο, ιδιαίτερος, ...
- goedgezind στα ελληνικά - ευμενής, ευνοϊκός, πλεονεκτικός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
- hachelijk στα ελληνικά - επισφαλής, καίριος, ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, επισφαλείς, επισφαλή, επισφαλούς, ...
- kruiwagen στα ελληνικά - τύμβος, χειράμαξα, καρότσι, καροτσάκι, wheelbarrow, χειραμαξίων
Τυχαίες λέξεις
Vertrouwelijkheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, την εμπιστευτικότητα, εμπιστευτικό χαρακτήρα
Μεταφράσεις: εχεμύθεια, εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, την εμπιστευτικότητα, εμπιστευτικό χαρακτήρα