Αυτοπεποίθηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτοπεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geloof, fiducie, vertrouwen, vertrouwelijkheid, het vertrouwen, vertrouwen van, het vertrouwen van, zelfvertrouwen
Αυτοπεποίθηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοπεποίθηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποιώ στα ολλανδικά - automatiseert, automates, automaten, automatiseert de, automatiseert het
  • αυτονομία στα ολλανδικά - autonomie, zelfvoorziening, autarchie, zelfbestuur, zelfstandigheid, de autonomie, autonomie van, ...
  • αυτοσχεδιάζω στα ολλανδικά - improviseren, te improviseren, improvisatie, improviseer, improviseert
  • αυτούς στα ολλανδικά - hun, ze, hen, deze, te
Τυχαίες λέξεις
Αυτοπεποίθηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geloof, fiducie, vertrouwen, vertrouwelijkheid, het vertrouwen, vertrouwen van, het vertrouwen van, zelfvertrouwen