Vervoer στα ελληνικά
Μετάφραση: vervoer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεπαίρνω, ναυτιλία, μεταφορά, μεταφέρω, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aarden στα ελληνικά - λιθοβολώ, γήινος, πετροβολώ, πέτρα, άργιλος, πήλινος, πήλινα, ...
- bergbeklimming στα ελληνικά - ορειβασία, ορειβασίας, ορειβατικό, πεζοπορίες στα βουνά, ορειβατικά
- roman στα ελληνικά - μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, νέο
- spoedeisend στα ελληνικά - άμεσος, επείγων, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως
Τυχαίες λέξεις
Vervoer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεπαίρνω, ναυτιλία, μεταφορά, μεταφέρω, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών
Μεταφράσεις: συνεπαίρνω, ναυτιλία, μεταφορά, μεταφέρω, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών