Λέξη: φερέοικος

Σχετικές λέξεις: φερέοικος

σαλιγκάρια φερέοικος, φερέοικος γεύσεις

Μεταφράσεις: φερέοικος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nomadic, fereoikos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nómada, fereoikos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nomadisch, fereoikos
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vagabond, ambulant, nomade, fereoikos
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwervend, nomadisch, fereoikos
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кочевой, неоседлый, кочующий, бродячий, странствующий, fereoikos
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kočující, kočovný, toulavý, fereoikos
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wędrowny, koczowniczy, fereoikos
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nomád, fereoikos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rändav, fereoikos
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skitački, nomadski, fereoikos
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fereoikos
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kočovný, fereoikos
Τυχαίες λέξεις