Voordelig στα ελληνικά
Μετάφραση: voordelig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονεκτικός, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eerbied στα ελληνικά - σεβασμός, θεωρώ, εκτίμηση, σέβομαι, υπόληψη, ευλάβεια, σεβασμό, ...
- item στα ελληνικά - αιχμή, επισημαίνω, μόριο, λεπτομέρεια, στίγμα, δείχνω, πράγμα, ...
- opvoeden στα ελληνικά - μεγαλώνω, προπονητής, παράγω, προπονώ, εκπαιδεύω, πούλμαν, αγρόκτημα, ...
- slachtafval στα ελληνικά - εντόσθια, παραπροϊόντα, παραπροϊόντα σφαγίων, εντοσθίων, τα εντόσθια
Τυχαίες λέξεις
Voordelig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
Μεταφράσεις: πλεονεκτικός, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά