Λέξη: ελαφρύς
Σχετικές λέξεις: ελαφρύς
ελαφρύς browser, ελαφρύς μουσακάς, ελαφρύς πόνος στο στήθος, ελαφρύς αυτισμός, ελαφρύσ μουσακάσ με γιαούρτι, ελαφρύς κλίση, ελαφρύς καφές, ελαφρύς πόνος στους όρχεις, ελαφρύς πόνος στα νεφρά, ελαφρύς καπνός
Μεταφράσεις: ελαφρύς
ελαφρύς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slight, light, lightweight, light weight
ελαφρύς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fino, leve, esbelto, desaire, despreciar, escurrido, luz, de luz, la luz, ligero, claro
ελαφρύς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmächtig, unerheblich, klein, schwach, schlank, dünn, unbedeutend, geringfügig, Licht, hell, Leichte, leicht
ελαφρύς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affront, mince, fin, modique, élancé, ténu, fragile, léger, infime, injurier, mépriser, svelte, mésestime, facile, futile, dédain, lumière, la lumière, de lumière, Légère
ελαφρύς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
snello, esile, piccolo, magro, spregiare, sottile, leggero, lieve, luce, chiaro, della luce, luminoso
ελαφρύς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desprezar, delgado, delicado, escorregar, fino, deslizar, luz, leve, de luz, claro, luz de
ελαφρύς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mager, schraal, dun, sprietig, slank, luchtig, licht, Light, lichte, het licht, licht van
ελαφρύς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стройный, тонкий, малый, хрупкий, проявить, неуважение, слабый, игнорирование, легкий, незначительный, щелчок, усмешка, пренебрежение, свет, светло, световой, светлый
ελαφρύς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ringe, slank, ubetydelig, tynn, lett, lys, lyset, lyse
ελαφρύς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spenslig, smal, smärt, smäcker, lätt, Ljus, Svag, Måttlig
ελαφρύς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
solakka, siro, hienoinen, pienoinen, kevyt, hintelä, kapea, hoikka, hento, hieno, valo, Light, Vaaleaa, Kevyet
ελαφρύς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Lys, Light, Let, Svag, Lyset
ελαφρύς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohrdání, drobný, ústrk, skrovný, útlý, mírný, nevážnost, štíhlý, subtilní, nepatrný, zanedbatelný, tenký, lehký, pohrdat, malý, světlo, světlý, světelný, Light
ελαφρύς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekceważyć, zaniedbanie, lekki, wiotki, błahy, nieznaczny, afront, drobny, zlekceważenie, znikomy, lekceważenie, szczegółowy, niewielki, kruchy, światło, świetlny, jasny, światłość
ελαφρύς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megbántás, fény, könnyű, fényében, világos, fényt
ελαφρύς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemsiz, zayıf, ince, ışık, hafif, Işık, Light, açık
ελαφρύς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихкий, тендітний, слабкий, легкий, світло, світ, Свет
ελαφρύς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobët, hollë, dritë, Lehta, të lehta, Drita, lehtë
ελαφρύς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
светлина, лек, Light, Лайт, Светло
ελαφρύς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тонкi, лёгкi, святло, свет, сьвятло, сьвет
ελαφρύς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vähene, valgus, kerge, Light, Valguse, tuli
ελαφρύς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lak, ignoriranje, omalovažavanje, uvreda, mali, svjetlo, svjetlost, Light, svjetiljka za, Svijetlo
ελαφρύς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vægur, Light, ljós, létt, ljósið, ljósi
ελαφρύς στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
levis, tenuis
ελαφρύς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plonas, lieknas, šviesa, lengvas, Light, Šviesos, Šviesiai
ελαφρύς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slaids, gaisma, viegls, Gaismas, Light, gaiši
ελαφρύς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светлината, светлина, Лесна, светло, Light
ελαφρύς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zvelt, lumină, lumina, Light, de lumina, de lumină
ελαφρύς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
svetloba, lučka, svetlobe, light, lahka
ελαφρύς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neúcta, drobný, nepatrný, svetlo, svetla, Osvetlenie
Τυχαίες λέξεις