Λέξη: υδραυλικός

Σχετικές λέξεις: υδραυλικός

υδραυλικός γρύλος, υδραυλικός αμπελόκηποι, υδραυλικός διαχωριστής, υδραυλικός ζωγράφου, υδραυλικός κριός, υδραυλικός τηλέγραφος, υδραυλικός με... το βρακάκι της, υδραυλικός μηχανικός, υδραυλικός αγγλικά, υδραυλικός χαλάνδρι

Μεταφράσεις: υδραυλικός

υδραυλικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plumber, hydraulic, a plumber

υδραυλικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fontanero, hidráulico, hidráulica, hidráulicos, hidráulicas, hidráulico de

υδραυλικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spengler, klempner, installateur, hydraulisch, Hydraulik, hydraulischen, hydraulische

υδραυλικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plombier, hydraulique, hydrauliques, hydraulique de, hydraulique à

υδραυλικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
idraulico, idraulica, idraulici, idrauliche, oleodinamico

υδραυλικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hidráulico, hidráulica, hidráulicas, hidráulicos, hidráulico de

υδραυλικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loodgieter, hydraulisch, hydraulische, de hydraulische, van hydraulische

υδραυλικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водопроводчик, паяльщик, гидравлический, гидравлические, гидравлическая, гидравлического, гидравлическое

υδραυλικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hydraulisk, hydrauliske, hydraulikk, hydraulikkolje

υδραυλικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hydraulisk, hydrauliska, hydrauliskt, hydraulsystemet, hydraulik

υδραυλικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
putkityöläinen, putkimies, hydraulinen, hydrauliset, hydraulisen, hydraulisten, hydraulista

υδραυλικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hydraulisk, hydrauliske, hydraulik

υδραυλικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
instalatér, hydraulické, hydraulický, hydraulická, hydraulického, hydraulickým

υδραυλικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hydraulika, monter, hydraulik, hydrauliczny, hydrauliczne, hydraulicznego, hydrauliczna, hydraulicznym

υδραυλικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hidraulikus, hidraulika, hidraulikai, a hidraulikus, hidraulikaolaj

υδραυλικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hidrolik

υδραυλικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свинцевий, гідравлічний, гідравлічні, гидравлический

υδραυλικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hidraulike, hidraulik, hidraulike pajisje, hidraulike të

υδραυλικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
водопроводчик, хидравличен, хидравлична, хидравлично, хидравлични, хидравличната

υδραυλικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гідраўлічны

υδραυλικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
torulukksepp, torujüri, hüdrauliline, hüdraulilised, hüdraulilise, hüdrauliliste, hüdraulika

υδραυλικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodoinstalater, instalater, hidraulički, hidraulični, hidrauličke, hidrauličkog, hidrauličko

υδραυλικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vökva, Vökvakerfi, Hydraulic, vökvakerfis

υδραυλικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hidraulinis, hidraulinė, hidraulinės, hidraulinio, hidraulinių

υδραυλικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hidraulisks, hidrauliskais, hidrauliskā, hidraulisko, hidrauliskās

υδραυλικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хидрауличен, хидраулични, хидраулична, хидраулично, хидрауличните

υδραυλικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instalator, hidraulic, hidraulice, hidraulică, hidraulica, hidravlice

υδραυλικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hidravlični, hidravlično, hidravlična, hidravlične, hidravlika

υδραυλικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hydraulické, hydraulickej, hydraulických, hydraulického

Στατιστικά δημοτικότητας: υδραυλικός

Τυχαίες λέξεις