Waakzaam στα ελληνικά

Μετάφραση: waakzaam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγρυπνος, ζωντανός, ξυπνώ, προσεκτικός, άγρυπνο, προσεκτικοί, προσεκτικό
Waakzaam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behoefte στα ελληνικά - ανάγκη, έλλειψη, απαίτηση, υστέρημα, απαιτώ, ζήτηση, ζητώ, ...
  • behoeven στα ελληνικά - ζήτηση, απαιτώ, μπλέκω, χρειάζομαι, παίρνω, ρωτώ, απαίτηση, ...
  • humoristisch στα ελληνικά - κωμικός, χιουμοριστικό, χιουμοριστική, χιουμοριστικές, χιούμορ
  • lid στα ελληνικά - άρθρωση, γόμφος, άκρο, παράρτημα, στέλεχος, κοψίδι, μέλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Waakzaam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγρυπνος, ζωντανός, ξυπνώ, προσεκτικός, άγρυπνο, προσεκτικοί, προσεκτικό