Λέξη: εκλεκτός

Σχετικές λέξεις: εκλεκτός

εκλεκτός στα αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμα, jacobs εκλεκτός, εκλεκτός αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμο, ο εκλεκτόσ, εκλεκτόσ και ευλογημένοσ, εκλεκτός λεξικο, εκλεκτός feat. sadomas & άυλος - δεν γεννήθηκα χθες

Συνώνυμα: εκλεκτός

καθαρισμένος, λεπτός, εξαίρετος, εξαίσιος, πανέμορφος, αιθέριος, περιζήτητος

Μεταφράσεις: εκλεκτός

εκλεκτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choice, chosen, elect, exquisite, recherche

εκλεκτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alternativa, opción, elección, selección, preferido, elegido, escogido, elegida, seleccionado

εκλεκτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auslese, alternative, sortiment, auswahl, wahl, gewählt, ausgewählt, gewählten, gewählte, ausgewählten

εκλεκτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
select, alternative, élection, assortiment, option, élite, choix, recherché, sélection, choisi, choisie, choisis, choisi de

εκλεκτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scelta, elezione, alternativa, assortimento, selezione, scelto, scelti, prescelto, selezionato

εκλεκτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escolha, alternativa, escolhido, escolhida, escolhidos, escolheu, escolhidas

εκλεκτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keus, alternatief, keuze, optie, keur, verkiezing, uitgekozen, gekozen, gekozen voor, de gekozen

εκλεκτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
альтернатива, выбор, подбор, отбор, выбранный, выбран, выбрали, выбраны, выбрана

εκλεκτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvalg, utsøkt, valgt, utvalgt, valgte, velges, velger

εκλεκτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alternativ, val, urval, valt, valda, vald, väljs, valts

εκλεκτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valinta, vaihtoehto, oiva, valittu, valitaan, valinnut, tänään valinnut, valittiin

εκλεκτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt

εκλεκτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
alternativa, výkvět, výběr, elita, volba, sortiment, zvolený, vybrán, zvolena, zvolen, vybrána

εκλεκτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybór, obiór, dobór, wybrany, wybrane, wybrana, na boisko, wybrano

εκλεκτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
választott, kiválasztott, választotta, által kiválasztott, választották

εκλεκτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tercih, saylama, seçme, seçilmiş, seçilen, seçtiğiniz, seçilmiştir, seçilir

εκλεκτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альтернатива, вибір, вибраний, обраний, Вибрана, вибране, Узятий

εκλεκτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zgjedhur, zgjedhur, të zgjedhur, zgjidhet, zgjodh

εκλεκτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избран, мача, за мача, избрана, избрания

εκλεκτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абраны, выбраны, вылучаны

εκλεκτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljavalitu, valik, valitud, valinud, valitakse, otsustanud, valib

εκλεκτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izboru, odabran, probrani, izbor, izvor, odabir, izabran, izabrao, odabrali, odabrana

εκλεκτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjör, valið, valin, valinn, valdir, kosið

εκλεκτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasirinko, pasirinkta, pasirinktas, pasirinkote, pasirinktos

εκλεκτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvēle, izeja, izvēlēta, izvēlēts, izvēlētā, izvēlējies, izvēlējušies

εκλεκτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
избран, избрани, избрана, избраниот, избрано

εκλεκτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alegere, ales, aleasă, alese, aleși, aleasa

εκλεκτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izbira, izbor, izbrani, izbrano, izbrana, izbran, izbere

εκλεκτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
voľba, zvolený, vybraný
Τυχαίες λέξεις